κατοπτρίτης

κατοπτρίτης
κατοπτρῑτις, ὁ (Α) [κάτοπτρον]
φρ. «κατοπτρῑτις λίθος» — λίθος τής Καππαδοκίας με ιδιότητες κατόπτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”